αθάμπωτος

αθάμπωτος
-η, -ο [θαμπώνω]
1. αυτός που δεν αμαυρώθηκε, καθαρός, ακηλίδωτος, διαυγής
2. που δεν θαμπώθηκε, δεν ένιωσε έκπληξη ή θαυμασμό για κάτι
3. που δεν έχασε τη λαμπρότητά του ή τη δόξα του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αθάμπωτος — η, ο αυτός που δεν έχει θαμπωθεί, δεν έχει εκπλαγεί: Κανείς δεν έμεινε αθάμπωτος μπροστά στην ομορφιά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”